- αχίλλεια
- Πολυετής πόα της οικογένειας των συνθέτων. Επιστημονικά ονομάζεται α. η χιλιόφυλλη. Κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας, φυτρώνει πολλές φορές, με τον χαρακτήρα του ζιζανίου, στους αγρούς, τις βοσκές και κατά μήκος των δρόμων. Ελαφρώς εύοσμη, έχει βλαστούς που διακλαδίζονται αρκετά, ύψος μέχρι 60 εκ., φύλλα μαλακά, λεπτοφυώς πτεροσχιδή, με πολυάριθμα γραμμοειδή, ακιδωτά τμήματα από τη μια και την άλλη μεριά της τρόπιδας, έμμισχα τα κατώτερα, επιφυή τα ανώτερα. Έχει άνθη λευκά, μερικές φορές μενεξεδιά, κατά πολύ μικρά κεφάλια, ενωμένα σε μεγάλο και συμπαγή κόμβο. Κάθε κεφάλι αποτελείται εξωτερικά από πέντε γλωσσοειδή άνθη και εσωτερικά από λίγα σωληνοειδή άνθη. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Οι επάκριες ταξιανθίες τής έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, και χρησιμοποιούνται ως γενικό τονωτικό και αντιαιμορραγικό. Χρησιμοποιείται επίσης για τη δημιουργία πρασινοταπήτων στους κήπους. Παράγει πολλές παραφυάδες, κλείνει ομοιόμορφα το παρτέρι και δεν έχει ανάγκη από πολλά κουρέματα. Προτιμά θέσεις που λιάζονται. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο (5 γραμ. το τετραγωνικό) και χώρισμα της τούφας. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει ακόμα 23 άλλα είδη α. Τρία είδη, η α. η πταρμική, η α. η αιγυπτιακή και η α. η τομεντόζα, συγγενικά της α. της χιλιόφυλλης, είναι φυτά καλλωπιστικά.
Ανθισμένη αχίλλεια, τα άνθη της οποίας έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες (φωτ. Tomsich).
Dictionary of Greek. 2013.